αρτηριακός — ή, ό αυτός που ανήκει στις αρτηρίες ή εξυπηρετείται απ αυτές: Υποφέρει από αρτηριακή πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… … Dictionary of Greek
ἀρτηριακά — ἀρτηριακός of neut nom/voc/acc pl ἀρτηριακά̱ , ἀρτηριακός of fem nom/voc/acc dual ἀρτηριακά̱ , ἀρτηριακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακῶν — ἀρτηριακός of fem gen pl ἀρτηριακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακόν — ἀρτηριακός of masc acc sg ἀρτηριακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακαῖς — ἀρτηριακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακαί — ἀρτηριακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακοῖς — ἀρτηριακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακοῦ — ἀρτηριακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακούς — ἀρτηριακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)